- ἔνστημα
- ἔνστημα, ατος, τό,A objection,
εἴς τι Epicur.Ep.2p.39U.
II check, obstacle, Chrysipp.Stoic.2.268, M.Ant.8.41, S.E.M.7.253,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἴς τι Epicur.Ep.2p.39U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ένστημα — ἔνστημα, το (Α) [ενίστημι] 1. ένσταση, αντίρρηση 2. αντίδραση, αντίσταση … Dictionary of Greek
ἔνστημα — objection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστήματα — ἔνστημα objection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστήματος — ἔνστημα objection neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσένστημα — ήματος, τὸ, Α αντίσταση, αντίρρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔνστημα «ένσταση, αντίσταση, αντίρρηση»] … Dictionary of Greek